- προκόπτω
- ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω]1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» — δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.)2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι», Λουκιαν.)3. ευημερώ (α. «πήγε στα ξένα και πρόκοψε» β. «προκόπτειν τοῑς πλούτοις», Διόδ.)νεοελλ.1. είμαι εργατικός, δραστήριος2. (για ζώα και φυτά) αναπτύσσομαι, έχω καλή απόδοση («πρόκοψε φέτος το χωράφι [ή το κοπάδι]»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκομμένος, -η, -οα) εργατικός, νοικοκύρης («προκομμένο παιδί ο μικρός»)β) ειρων. αχαΐρευτος («τά κατάφερε πάλι ο προκομμένος σου!»)4. φρ. α) «κατά που πάμε, θα προκόψουμε» — με την τακτική που ακολουθούμε, θα καταστραφούμεβ) «μάς πρόκοψε» — δεν προσέφερε τίποτε5. παροιμ. α) «πρόκοψε η ακαμάτα, όταν είδε την κομμάτα» — λέγεται για να δηλώσει ότι και ο τεμπέλης παριστάνει τον εργατικό όταν έλθει η ώρα τής πληρωμήςβ) «επρόκοψεν η νύφη μας το βράδυ τού Σαββάτου» — λέγεται για αυτόν που, ενώ όλο τον καιρό παρέμενε αδρανής, την τελευταία στιγμή δραστηριοποιήθηκεγ) «προκομμένος σαν την κάτω πέτρα τού μύλου» — λέγεται για πολύ οκνηρό άνθρωπο, για μεγάλο τεμπέληαρχ.1. προχωρώ («προκεκοφότες τριάκοντα σταδίους», Χίων)2. (για χρόνο) περνώ, διέρχομαι («τῆς νυκτὸς προκοπτούσης», Ιώσ.)3. (σχετικά με ηλικία) μεγαλώνω («ὁ μὲν προκέκοφεν, ὁ δὲ νέος ἐστίν», Ερμεί. Αλ.)4. (για οδό ή λόγο) επιμηκύνομαι5. ωφελούμαι, έχω κέρδος («τί δεῑ θρηνεῑν προκόπτουτ' οὐδὲν εὶς πρόσθεν κακῶν», Ευρ.)6. (για νόσο ή θεραπεία) εξελίσσομαι θετικά («προκοπτούσης τῆς θεραπείας», Ηρόδ. Ιατρ.)7. παθ. προκόπτομαιπροάγομαι («ἀνωτέρω οὐδέν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.